λεγάτος

λεγάτος
Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ. ονομαζόταν επίσης ο δημόσιος λειτουργός, ο οποίος διοικούσε τις αυτοκρατορικές επαρχίες εν ονόματι του αυτοκράτορα· κατά τον 1ο-3ο αι. μ.Χ. ο λ. ήταν ο αξιωματικός που διοικούσε μία λεγεώνα. Από τον 12ο αι., τον τίτλο του λ. φέρει και ο εκάστοτε απεσταλμένος του πάπα. Οι παπικοί λ. διακρίνονται κυρίως στον λ. a latere, που είναι ένας καρδινάλιος ο οποίος αντιπροσωπεύει τον πάπα σε συγκεκριμένη εμπιστευτική αποστολή, στον νούντσιο ή ιντερνούντσιο (nuncio ή internuncio), που αντιπροσωπεύει την Αγία Έδρα σε χώρες που ανταλλάσσουν πρεσβευτές με το Βατικανό, και στον αποστολικό λ., παπικό αντιπρόσωπο σε χώρα που δεν ανταλλάσσει πρεσβευτές με το Βατικανό.
* * *
ο (AM λεγᾱτος, Μ και ληγᾱτος)
νεοελλ.-μσν.
1. πρεσβευτής, απεσταλμένος τού πάπα, καρδινάλιος ή αρχιεπίσκοπος, με προσωρινή και καθορισμένη αποστολή, νεώτ. νούντσιος
2. τοποτηρητής, αντιπρόσωπος τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με διοικητικά καθήκοντα
3. επίσκοπος ή αρχιεπίσκοπος τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο οποίος φέρει τον τιμητικό τίτλο τού λεγάτου χάρη στον συγκεκριμένο θρόνο που κατέχει, όπως π.χ. οι αρχιεπίσκοποι τής Ρενς, τής Λυόν, τού Μπορντώ στη Γαλλία
αρχ.
(στη Ρώμη)
1. επίτροπος τής Συγκλήτου που είχε ως έργο την καλή διοίκηση τών επαρχιών τής αυτοκρατορίας και επέβλεπε τον κυβερνήτη τής επαρχίας στην οποία τόν έστελνε η Σύγκλητος
2. δημόσιος λειτουργός, διοικητής αυτοκρατορικής επαρχίας ή βοηθός και σύμβουλος τού διοικητή σε συγκλητική επαρχία
3. φρ. «λεγᾱτος τής Λεγεώνος»
(κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους) αξιωματικός που διοικούσε μια λεγεώνα και εκλεγόταν μεταξύ τών συγκλητικών ενώ συγχρόνως μπορούσε να είναι και διοικητής τής επαρχίας στην οποία στρατοπέδευε η λεγεώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legatus «απεσταλμένος» < λατ. legare «αποστέλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …   Dictionary of Greek

  • ληγάτος — ληγᾱτος, ὁ (Μ) βλ. λεγάτος …   Dictionary of Greek

  • Αιγίδιος του Βιτέρμπο — (Egidio de Viterbo,1465 – 1532). Ιταλός ιεράρχης ουμανιστής και ιεροκήρυκας από το Βιτέρμπο της κεντρικής Ιταλίας. Διετέλεσε αρχηγός του τάγματος των Αυγουστινιανών (1507 17), καρδινάλιος (1517) και επίσκοπος Βιτέρμπο (1523). Το 1512, εγκαινίασε… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπερόνι, Τζούλιο — (Giulio Alberoni, 1664 – 1752). Ιταλός καρδινάλιος και πολιτικός. Γόνος ταπεινής οικογένειας, στράφηκε νεότατος προς τα εκκλησιαστικά και σύντομα διακρίθηκε για την ευφυΐα και την ευστροφία του. Έπειτα από μια περίοδο στην αυλή των Φαρνέζε,… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βενέδικτος — I Όνομα παπών και αντιπάπων της Kαθολικής Εκκλησίας. 1. Β. Α’, ο επονομαζόμενος Μπονόζο. Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (575 578). Ρωμαϊκής καταγωγής, διαδέχτηκε τον Ιωάννη Γ’. Στη διάρκεια της παποσύνης του η Ρώμη δέχτηκε την επίθεση των… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησεστην Ιταλία την εποχή του Αντωνίνου (138 160).Η μνήμη του τιμάται στις 11 Νοεμβρίου. 2. Στρατηλάτης, γιος της Φωτεινής της Σαμαρείτιδας. Μαρτύρησε την εποχή του Νέρωνα (54 68). Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλσεϊ, Τόμας — (Thomas Wolsey, Ίπσουιτς 1471; – Αβαείο του Λέστερ 1530). Άγγλος κληρικός. Το 1515 ο Λέων Γ’ τού απένειμε το αξίωμα του καρδινάλιου και τρία χρόνια αργότερα ονομάστηκε παπικός λεγάτος στην Αγγλία. Έγινε καγκελάριος του κράτους και υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

  • Κανίδιος — Επώνυμο ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γναίος Κ. (1ος αι. π.Χ.). Συνόδευσε τον Κάτωνα στην Κύπρο το 57 π.Χ. 2. Κράσσος Κ. (; – 30 π.Χ.). Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως λεγάτος υπό τον Λέπιδο στη Γαλατία το 43 π.Χ. Έγινε φανατικός… …   Dictionary of Greek

  • Κίννας — (Cinna). Επώνυμο οικογένειας Ρωμαίων πατρικίων. 1. Γάιος Έλβιος (Gaius Helvius, 1ος αι. π.Χ.). Ποιητής. Ήταν σύγχρονος και φίλος του Κάτουλλου και του Βιργιλίου. Έγραψε ένα μυθολογικό έπος με τον τίτλο Σμύρνα, το οποίο αναφερόταν στον αφύσικο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”